Το φαινόμενο Στέλιος Καζαντζίδης που υπάρχει ακόμα στην καρδιά του Ελληνα

ΑΡΘΡΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΤΕΛΙΟ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗ

Με αφορμή την ταινία που βγήκε προς τιμήν του, γίνεται ολοένα και πιο έκδηλο το πόσο ο Στέλιος Καζαντζίδης υπήρξε μια τεράστια τομή για την ελληνική μουσική.

Ο συνδυασμός του απαράμιλλου ταλέντου του, της ιδιαίτερης φωνής του και της φλογερής περσόνας του υπήρξε εκρηκτικός.

Τόσο εκρηκτικός, μάλιστα, που δημιούργησε ο ίδιος όσο ήταν εν ζωή μια ολόκληρη μυθολογία γύρω από το όνομά του και κατασκεύασε έναν θρόνο για το είδωλό του στον οποίο κάθεται ακόμα και τώρα, δυο δεκαετίες μετά τον θάνατό του.

Μέχρι τον Καζαντζίδη η έννοια του “μουσικού ειδώλου” που κυριαρχεί απόλυτα ως μουσικό πρότυπο, με το όνομά του να μπαίνει πρώτο από όλα τα υπόλοιπα στις ρεκλάμες και ο κόσμος να τον λατρεύει με φανατικό και παραληρηματικό τρόπο σε όλα τα πλάτη και τα μήκη της ύπαρξής του, ήταν μια πολιτιστική συνθήκη που δεν υφίσταντο στην Ελλάδα.

Μέχρι την εμφάνιση του Στέλιου Καζαντζίδη υπήρχαν, όπως είναι φυσικό, τα “μεγάλα ονόματα” των μουσικών κέντρων που είχαν ένα αντίστοιχο κοινό που τα αγαπούσε, αλλά κανένας δεν είχε καταφέρει μέχρι τότε να χτίσει την καριέρα του με τόσο πρωτοφανή συγκεντρωτικό τρόπο. Οι περισσότεροι καλλιτέχνες πληρώνονταν ψίχουλα και από τις εταιρείες παραγωγής δίσκων και από τα μουσικά κέντρα διασκέδασης που τραγουδούσαν.

Έβγαζαν στην κυριολεξία ένα νυχτοκάματο και μια μικρή εφάπαξ πληρωμή για τις πωλήσεις των δίσκων τους, που ίσα-ίσα τους προσέφερε τα προς το ζην χωρίς καμία περαιτέρω πολυτέλεια.

Όσοι έβγαζαν μερικά φράγκα παραπάνω ήταν εκείνοι που έκαναν περιοδείες στο εξωτερικό -κυρίως στην Αμερική- ή μετατρέπονταν σε διασκεδαστές υψηλά ιστάμενων προσώπων όπως εφοπλιστές, επιχειρηματίες κάθε είδους ή πολιτικοί. Με άλλα λόγια, τραγουδούσαν για τον κάθε ξιπασμένο μπας και πρασινίσει λίγο ο τόπος και μπει κανένα δολάριο στις τσέπες τους. Αλλά το νυχτοκάματο παρέμενε νυχτοκάματο και τα ψίχουλα, ψίχουλα.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’50, όμως, ο Καζαντζίδης έρχεται να αλλάξει τα status quo που κυριαρχούσε στις παραγωγικές σχέσεις ανάμεσα στους καλλιτέχνες, τις εταιρείες παραγωγής δίσκων, τα κέντρα διασκεδάσεως και φυσικά, στο ίδιο το κοινό.

Μια κότα που γεννούσε χρυσά αυγά με τη φωνή του όπως συνέβαινε με τον Καζαντζίδη που ο κόσμος αποκαλούσε “Στελάρα” και όλοι γνώριζαν αυτό το υποκοριστικό, δεν μπορούσε ούτε να πληρώνεται ψίχουλα, ούτε να περιμένει τον κάθε ξιπασμένο για να πρασινίσει ο τόπος. Εκείνος που γέμιζε ολόκληρα θέατρα με ανθρώπους που παραληρούσαν για πάρτι του, που ανέδειξε με τη φωνή του όλους τους σπουδαίους λαϊκούς συνθέτες της εποχής και που οι δίσκοι του μοσχοπουλιόντουσαν σαν τρελοί σε όλη την υφήλιο, δεν γινόταν να συνεχίσει να πληρώνεται με πενταροδεκάρες, ούτε και να είναι υποχείριο του ενός και του άλλου παραγωγού.

Για σχεδόν τριάντα χρόνια ο Καζαντζίδης θα βρίσκεται σε μια μόνιμη διαμάχη με τις εταιρείες παραγωγής δίσκων, με τους συνθέτες, με τους επιχειρηματίες της νύχτας και γενικά με όλους, διεκδικώντας ολοένα και καλύτερα συμβόλαια και καλύτερες αμοιβές, ειδωλοποιώντας τον εαυτό του ως ένα μοναδικό και απαράμιλλο φαινόμενο, τόσο μοναδικό που κανένας άλλος τραγουδιστής δεν μπορούσε να τον αγγίξει όσο αγαπητός και αν ήταν στον κόσμο, όσο καλή φωνή και αν είχε.

Και, πράγματι, υπήρξε ο αυτοκράτορας της ελληνικής μουσικής και από ότι φαίνεται, παραμένει μέχρι σήμερα. Ακόμα και τις εποχές που απείχε συνειδητά από τη δισκογραφία και από τη νύχτα, ο μύθος του Καζαντζίδη όχι μόνο δεν επισκιαζόταν με κάποιο τρόπο, αλλά ενισχύονταν ακόμα περισσότερο, κάτι που σπάνια συνέβαινε σε καλλιτέχνες της εποχής που εύκολα τους έτρωγε η μαρμάγκα με μερικές λάθος κινήσεις.

Οι διεκδικήσεις του Καζαντζίδη, όπως και όλη του η στάση απέναντι στον εαυτό του και τη σόου μπιζ, είναι αμφίσημες. Αφενός, πράγματι έστρωσε έναν δρόμο για τους νέους καλλιτέχνες οι οποίοι διεκδίκησαν και αυτοί με τη σειρά τους καλύτερα συμβόλαια και καλύτερες αμοιβές, φεύγοντας πια από την αφάνεια της λαϊκής τους τάξης, σπλάχνα της οποίας ήταν οι περισσότεροι λαϊκοί καλλιτέχνες της εποχής.

Έτσι, εργατόπαιδα που είχαν προικιστεί με καλή φωνή μπορούσαν να αγγίξουν, επιτέλους, το όνειρο της αναγνώρισης και της λατρείας του κόσμου, να παράγουν τη μουσική τους, να ξεφύγουν από το μεροκάματο και να αλλάξουν τάξη μέσα σε λίγες τυχερές βραδιές.

Από την άλλη, την ειδωλοποίηση του Στέλιου Καζαντζίδη την ζήλεψαν πολύ και τη διεκδίκησαν για την πάρτη τους. Από τη δεκαετία του 1980 και μετά, όταν τα μπουζούκια ασφυκτιούσαν από κόσμο και μετατρέπονταν στον βασικό τρόπο διασκέδασης του νεοέλληνα, έγινε ο πόλεμος της ρεκλάμας και των αμοιβών. Όλοι ήθελαν να γίνουν το πρώτο όνομα της πίστας, να ξεφύγουν από το μεροκάματο της οικοδομής ή της φάμπρικας, να ζήσουν την χλιδή. Και έτσι το λαϊκό τραγούδι μετατράπηκε σε λαϊκούρα, πολλές φορές απομακρυσμένο από τον πυρήνα της εργατικής τάξης, σε μια αέναη μυθοποίηση της καψούρας και των σαχλών ερωτικών διενέξεων.

Όταν οι εταιρείες παραγωγής και τα κέντρα κατάλαβαν, επιτέλους, ότι η ειδωλοποίηση φέρνει τρελά φράγκα, ανείπωτα τρελά φράγκα για την ακρίβεια σε συνδυασμό με τις διαφημίσεις, τα ιλουστρασιόν περιοδικά και τις εκπομπές της τηλεόρασης, ενίσχυσαν ακόμα περισσότερο τους μύθους διαφόρων καλλιτεχνών που τη δεκαετία του 1990 έφτασαν να πληρώνονται κάτι απίστευτα ποσά για να εμφανιστούν 2-3 ώρες στο κλείσιμο του προγράμματος. Και, ταυτόχρονα, δημιούργησαν για πρώτη φορά σε τόσο ριζικό επίπεδο, τα γούστα και τη ζωή του κόσμου. Δεν παρήγαγαν απλά προϊόντα, έφτιαχναν έναν κόσμο ολόκληρο.

Όλα αυτά ξεκίνησαν από τον “Στελάρα” που κατάφερε να γίνει ο 13ος “Θεός” για πολλές δεκαετίες αφήνοντας του υπόλοιπους ομοτέχνους του κάτι έτη φωτός πίσω του.

Ο ίδιος θα προλογίσει τον δίσκο “Υπάρχω” το 1975, όπως και το ομώνυμο τραγούδι, με τα εξής λόγια:

“Φίλοι μου, ο δίσκος που ακούτε αυτή τη στιγμή έχει τίτλο “Υπάρχω” και γράφτηκε με τη συνεργασία του Πυθαγόρα και του Χρήστου του Νικολόπουλου. Ο τίτλος είναι συμβολικός και αφορά εσάς και εμένα. Υπάρχω σαν καλλιτέχνης και σαν άνθρωπος απ’ τον καιρό που εσείς, οι γνωστοί και άγνωστοι φίλοι μου, με αγαπήσατε και με κάνατε δικό σας. Υπάρχω εφόσον εξακολουθείτε να πιστεύετε ότι εκφράζω τους καημούς, τα προβλήματα σας, την πίκρα της ξενιτιάς, το μόχθο του εργάτη, την εγκατάλειψη, τη μοίρα του ανθρώπου της συνοικίας και θα υπάρχω όσο υπάρχουν ταπεινοί, αγνοί και τίμιοι άνθρωποι του λαού. Γιατί μόνο στην καρδιά του λαού ζω, εκεί είναι το σπίτι μου, εκεί γεννήθηκα, εκεί θα πάψω κάποτε να υπάρχω. Σας ευχαριστώ!”

Δεν γνωρίζω αν αυτό αποτελούσε μια κρίση ταπεινοφροσύνης ή φαντασμαγορικής αλαζονείας από τον ίδιο τον Καζαντζίδη, αλλά σίγουρα συσχετιζόταν με το πως έβλεπε ο ίδιος ο Στελάρας τον εαυτό του, το κοινό του, τον κόσμο.

Σαν μια σχέση που μπορεί να χάνεται κατά καιρούς και να χωρίζουν οι δρόμοι τους, αλλά πάντα μα πάντα ο ένας θα επιστρέφει στον άλλο και η ύπαρξη του ενός θα συμπληρώνει την ύπαρξη του άλλου με έναν απόλυτο, νομοτελειακό τρόπο.
Και κάπως έτσι φτιάχνεται το υλικό των μύθων, όπως αυτού του Στέλιου Καζαντζίδη που υπάρχει ακόμα στα τραγούδια που ακούμε.

Από την Μίκα Αγραφιωτου – Mika Agrafiotou