“Ο Ιερός Χιτώνας του Τύμβου ΙΙ: Μια Κριτική Ανάλυση της Ταυτοποίησης και της Σημασίας των Υλικών στους Μακεδονικούς Τάφους”
Πηγή: Facebook Popi Haritonidou – Garoufa
Η ανακάλυψη του τύμβου ΙΙ στη Βεργίνα το 1977, από τον αρχαιολόγο Μανόλη Ανδρόνικο, προκάλεσε παγκόσμιο ενδιαφέρον και γέννησε μια σειρά από συζητήσεις για την ταυτότητα των νεκρών, τη σημασία των κτερισμάτων και την πολιτιστική αξία του μνημείου.
Ένα από τα πιο εντυπωσιακά ευρήματα του τύμβου είναι ένας χιτώνας κατασκευασμένος από πολύτιμα υλικά, όπως η πορφύρα και ο χουντίτης, τα οποία παραπέμπουν σε βασιλική ισχύ και κύρος. Ωστόσο, η ερμηνεία της ταφικής αυτής ενδυμασίας και η σύνδεσή της με συγκεκριμένες προσωπικότητες, όπως ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Φίλιππος Β΄ ή ο Αριδαίος, παραμένει αμφιλεγόμενη.
Η πορφύρα ήταν σύμβολο βασιλικής εξουσίας και κύρους, και ήταν πράγματι προσιτή για τη μακεδονική βασιλεία ήδη από τον 5ο και 4ο αιώνα π.Χ. Οι αρχαίοι Μακεδόνες είχαν πρόσβαση στην πορφύρα μέσω εμπορικών σχέσεων με τις περιοχές του Αιγαίου και τη Φοινίκη, όπου παράγονταν σε μεγάλες ποσότητες. Οπότε, η ύπαρξη πορφυρού χιτώνα σε βασιλικούς τάφους δεν είναι τόσο ασυνήθιστη ούτε μοναδική, καθώς οι Μακεδόνες βασιλείς ήταν γνωστό πως χρησιμοποιούσαν πορφύρα ως σύμβολο εξουσίας και πολυτέλειας.
Ο χουντίτης είναι ένα ορυκτό που βρίσκεται σε αφθονία στη βόρεια Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένης της Μακεδονίας, και χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή λεπτών και εκλεκτών υλικών. Η παρουσία του σε βασιλικούς τάφους, όπως και η χρήση άλλων πολυτελών υλικών που βρέθηκαν, φανερώνει τη δυνατότητα των Μακεδόνων να παράγουν ή να αποκτούν τοπικά τέτοιες πρώτες ύλες χωρίς να χρειάζεται να υποθέσουμε ξένη ή πιο εξωτική προέλευση. Αυτό υποδεικνύει ότι τα υλικά αυτά θα μπορούσαν να είναι, σε μεγάλο βαθμό, προϊόν τοπικών πόρων.
Πριν τον Αλέξανδρο, η Μακεδονία, όπως και άλλες ελληνικές πόλεις-κράτη, είχε ήδη κάποιες εμπορικές σχέσεις με την Ανατολή, ιδίως με περιοχές όπως η Περσία και η Φοινίκη, που ήταν κέντρα παραγωγής και εμπορίου υφασμάτων και πολυτελών ειδών. Σταδιακά, οι Μακεδόνες απέκτησαν πρόσβαση σε πολύτιμα υλικά, αν και τα πιο σπάνια και πολυτελή από αυτά ήταν διαθέσιμα μόνο σε βασιλικά ή αριστοκρατικά περιβάλλοντα.
Αργότερα,η επαφή με περιοχές όπως η Περσία και η Ινδία μετά τις κατακτήσεις τουΑλεξάνδρου επέτρεψε τη μαζικότερη και συστηματικότερη εισαγωγή τέτοιων πολυτελών υλικών, γεγονός που ενίσχυσε τον πλούτο και την επιρροή των μακεδονικών βασιλικών τάφων της εποχής εκείνης.
Σε ανακοίνωση του 2014 για τον Τάφο ΙΙ της Βεργίνας της διεπιστημονικής ομάδας του Δημόκριτου και του Αρχαιολογικού Μουσείο Θεσσαλονίκης, με επικεφαλής τους Γιάννη Μανιάτη και Θεόδωρο Αντίκα, προστίθονται νέες διαστάσεις στην ταύτιση του νεκρού με τον Φίλιππο Β΄, υποστηρίζοντας την ύπαρξη μιας επιμελημένης κατασκευής στο πρόσωπο του βασιλιά από πορφύρα και χουντίτη. Σύμφωνα με την ανάλυση του Μανιάτη, η κατασκευή αυτή ήταν πολυστρωματική, αποτελούμενη από έξι με επτά στρώματα υλικών, μεταξύ των οποίων η πορφύρα και ο χουντίτης, και χρησίμευε πιθανότατα ως μάσκα τελετουργική, την οποία φορούσε ο Φίλιππος στις θρησκευτικές του τελετές ως αρχιερέας των ορφικών μυστηρίων. Η εντυπωσιακή αυτή κατασκευή πιθανότατα ήταν ένα προσωπικό και ιερό αντικείμενο, το οποίο διατηρήθηκε ως ένδειξη τιμής και αξίας, συνοδεύοντας τον Φίλιππο στην ταφή του.
Η συγκεκριμένη ανακάλυψη για την πολυστρωματική κατασκευή από πορφύρα και χουντίτη αποδυναμώνει την υπόθεση του «ιερού χιτώνα» που προτάθηκε από τον Μπαρτσιώκα για τον Μέγα Αλέξανδρο. Η παρουσία πορφύρας και χουντίτη στη μάσκα του νεκρού στον Τάφο ΙΙ δείχνει ότι η χρήση αυτών των υλικών δεν περιορίζεται στην εποχή του Αλεξάνδρου ούτε συνδέεται αποκλειστικά με τη θεοποίηση του, αλλά εντάσσεται στην ευρύτερη θρησκευτική και τελετουργική παράδοση των Μακεδόνων βασιλέων, όπως στην περίπτωση του Φιλίππου Β΄. Αυτά τα υλικά είχαν πιθανώς τελετουργικό και θρησκευτικό ρόλο, αποτελώντας μέρος της βασιλικής ταφικής πρακτικής και της τελετουργικής ένδυσης πριν από την εποχή του Αλεξάνδρου.
Η ανθρωπολογική ανάλυση του Αντίκα υποστηρίζει την ταύτιση του νεκρού με τον Φίλιππο Β΄, αφού ο σκελετός φέρει τραύματα και αλλοιώσεις, όπως χρόνια ιγμορίτιδα και εκφυλιστικές αλλοιώσεις, που ταιριάζουν με την περιγραφή του Φιλίππου από τον Δημοσθένη. Ο Φίλιππος Β’ ήταν γνωστός για τη στρατιωτική του καριέρα και τον ρόλο του στην ενοποίηση και ισχυροποίηση της Μακεδονίας, πράγμα που τον οδήγησε συχνά στο πεδίο της μάχης. Είχε τραυματιστεί σοβαρά αρκετές φορές και οι τραυματισμοί του θεωρούνται σχεδόν “σήμα κατατεθέν” της ζωής του ως πολεμιστής. Ο τραυματισμός στο μάτι και η αποτυχία του να αναρρώσει πλήρως από αυτόν τον τραυματισμό ήταν γνωστά στην εποχή του και αποτέλεσαν ακόμη και μέρος της βασιλικής του εικόνας, αφού το κατεστραμένο του μάτι και η ανάλογη παραμόρφωση στο πρόσωπό του αναφέρονται από αρκετούς ιστορικούς.Τα οστά του κρανίου φέρουν σημάδια σοβαρού τραυματισμού στο δεξί μάτι, που ιστορικά είναι γνωστό ότι είχε τραυματίσει ο Φίλιππος Β’ σε μάχη, με αποτέλεσμα να χάσει την όραση του από εκείνη την πλευρά. Αυτή η ζημιά ήταν τόσο σοβαρή που οι ιστορικοί αναφέρουν ότι το μάτι παραμορφώθηκε, κάτι που τα ευρήματα στο κρανίο επιβεβαιώνουν.Τα οστά επίσης δείχνουν ένα παλιό, επουλωμένο τραύμα στην κλείδα, που πιθανώς να προέρχεται από μια πληγή μάχης. Αυτό είναι ακόμη μια ένδειξη για τον πολεμικό χαρακτήρα του ατόμου που ήταν θαμμένο στον τάφο.Η ανάλυση των οστών έδειξε ότι ανήκαν σε έναν άνδρα ηλικίας περίπου 40-50 ετών, κάτι που ταιριάζει με την ηλικία του Φιλίππου Β’ τη στιγμή του θανάτου του (σε ηλικία περίπου 46 ετών). Επιπλέον, ο σκελετός παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά ενός ισχυρού άνδρα, κάτι που ταιριάζει με τον Φίλιππο, ο οποίος ήταν γνωστός για τη σωματική του αντοχή και την ενεργή συμμετοχή του σε μάχες.
Παράλληλα, η ανάλυση της νεκρής γυναίκας στον προθάλαμο αποκαλύπτει ένα άτομο με πολεμική και ιππική δραστηριότητα, ίσως μια αμαζόνα, χαρακτηριστικά που συνάδουν με την ταυτότητα της κόρης του Σκύθη βασιλιά Αθέα, η οποία βρέθηκε με πλούσιο οπλισμό, ακοντίδια και βέλη.
Αυτά τα ανθρωπολογικά στοιχεία έχουν πείσει πολλούς αρχαιολόγους και μελετητές ότι ο τάφος ΙΙ της Βεργίνας είναι πολύ πιθανόν να ανήκει στον Φίλιππο Β’. Ωστόσο, υπάρχει ακόμη ένας μικρός αριθμός ερευνητών που παραμένει επιφυλακτικός λόγω ορισμένων αντιφάσεων στα αρχαιολογικά δεδομένα, και ορισμένοι εξακολουθούν να υποστηρίζουν την υπόθεση ότι ο τάφος ίσως ανήκει στον Φίλιππο Γ’ Αρριδαίο.
Η επικρατέστερη, όμως, θεωρία στη σύγχρονη έρευνα είναι ότι πράγματι ο τάφος ΙΙ ανήκει στον Φίλιππο Β’, δεδομένων των συνδυασμένων ενδείξεων από τα οστά, τα κτερίσματα και τις αρχαιολογικές παρατηρήσεις.
Ο τάφος ΙΙ περιέχει δύο σύνολα οστών – ένα στον κεντρικό θάλαμο, και ένα στον μικρότερο θάλαμο, που παραπέμπουν στην ταφή δύο ατόμων, πιθανόν ενός βασιλικού ζεύγους. Σύμφωνα με ιστορικές πηγές, ο Φίλιππος Γ’ Αρριδαίος είχε ταφεί μαζί με τη σύζυγό του, Ευρυδίκη. Αυτή η ταυτόχρονη ταφή βασιλικού ζεύγους ταιριάζει με την ιστορία του Αρριδαίου και της Ευρυδίκης, γεγονός που έχει οδηγήσει ορισμένους μελετητές να προτείνουν ότι ο τάφος ΙΙ θα μπορούσε να είναι ο τάφος του Αρριδαίου και της συζύγου του.
H ανάλυση του Μανιάτη, για την κατασκευή της πολυστρωματικής μάσκας, μεταξύ των οποίων η πορφύρα και ο χουντίτης, χρησίμευε πιθανότατα ως μάσκα τελετουργική, την οποία φορούσε ο Φίλιππος στις θρησκευτικές του τελετές ως αρχιερέας των ορφικών μυστηρίων. Η εντυπωσιακή αυτή κατασκευή πιθανότατα ήταν ένα προσωπικό και ιερό αντικείμενο, το οποίο διατηρήθηκε ως ένδειξη τιμής και αξίας, συνοδεύοντας τον Φίλιππο στην ταφή του.
Η παρουσία πορφύρας και χουντίτη στη μάσκα του νεκρού στον Τάφο ΙΙ αποδυναμώνει την υπόθεση του «ιερού χιτώνα» που προτάθηκε από τον Μπαρτσιώκα για τον Μέγα Αλέξανδρο και δείχνει ότι η χρήση αυτών των υλικών δεν περιορίζεται στην εποχή του Αλεξάνδρου ούτε συνδέεται αποκλειστικά με τη θεοποίηση του, αλλά εντάσσεται στην ευρύτερη θρησκευτική και τελετουργική παράδοση των Μακεδόνων βασιλέων, όπως στην περίπτωση του Φιλίππου Β΄. Αυτά τα υλικά είχαν πιθανώς τελετουργικό και θρησκευτικό ρόλο, αποτελώντας μέρος της βασιλικής ταφικής πρακτικής και της τελετουργικής ένδυσης πριν από την εποχή του Αλεξάνδρου.
Η ανεύρεση και ανάλυση του πορφυρού και χουντίτη τόσο στον χιτώνα όσο και στη μορφή μάσκας στον Τάφο ΙΙ παρέχει στοιχεία για την ταφική τελετουργία και τα ιερά αντικείμενα των Μακεδόνων βασιλέων και ενισχύει την άποψη ότι ο νεκρός είναι ο Φίλιππος Β΄. Η τελετουργική χρήση πορφύρας και χουντίτη, ήδη πριν την εποχή του Αλεξάνδρου, αποκαλύπτει μια μακρά πολιτιστική και θρησκευτική παράδοση, υποδηλώνοντας ότι τα τελετουργικά και θρησκευτικά αντικείμενα δεν αποτελούν αποκλειστικό χαρακτηριστικό της εποχής του Αλεξάνδρου, αλλά της μακεδονικής βασιλικής κουλτούρας ευρύτερα.
Η θεωρία του Μπαρτσιώκα σχετικά με τον «ιερό χιτώνα» ως ένδειξη ότι ο τάφος ανήκει στον Μέγα Αλέξανδρο βασίζεται σε υποθέσεις χωρίς επαρκή επιστημονική τεκμηρίωση. Η ύπαρξη πορφύρας και χουντίτη στον τάφο, ενώ συνιστά στοιχεία βασιλικής εξουσίας, δεν αποτελεί μοναδική ένδειξη για τον Αλέξανδρο, καθώς αυτά τα υλικά ήταν ήδη διαδεδομένα στη μακεδονική βασιλική τάξη πριν από την εποχή του. Η έλλειψη ολοκληρωμένων, επίσημα αδειοδοτημένων μελετών καθιστά τη θεωρία αδύναμη, καθώς βασίζεται σε ερμηνείες που δεν έχουν επιβεβαιωθεί με αυστηρά επιστημονικά κριτήρια.
Οι αρχαιολογικές μαρτυρίες για τη χρήση πορφυρών υφασμάτων και την παραγωγή της βαφής πορφύρας από όστρακα Murex ήδη από την εποχή των Μινωιτών και των Μυκηναίων αποδεικνύουν ότι οι Αιγαιοπελαγίτες κατείχαν την τεχνογνωσία για την επεξεργασία και χρήση αυτών των υλικών πολλούς αιώνες πριν από την περίοδο του Φιλίππου Β΄ ή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Οι πινακίδες της Γραμμικής Β΄, καθώς και τα θραύσματα από Murex που βρέθηκαν σε θέσεις όπως το Παλαίκαστρο της Κρήτης, δειχνουν ότι η πορφύρα ήταν ήδη σημαντικό στοιχείο της πολιτιστικής και εμπορικής ζωής του Αιγαίου κατά τη Μινωική και Μυκηναϊκή εποχή, από τον 17ο αιώνα π.Χ.
Η παρουσία των θρυμματισμένων οστρέων Murex σε αρχαιολογικούς χώρους όπως το Παλαίκαστρο, μαζί με κεραμική που χρονολογείται στη Μεσομινωική και Υστερομινωική περίοδο, δείχνει πως η γνώση και η χρήση της πορφύρας δεν ήταν αποκλειστικό προνόμιο των Μακεδόνων βασιλέων. Αντίθετα, οι Αιγαιοπελαγίτες ήταν πρωτοπόροι στην παραγωγή και τη χρήση της πορφυρής βαφής, και αυτό το πολύτιμο υλικό διατηρούσε διαχρονικά τη σημασία του για την ενδυμασία και τη βασιλική εξουσία στην ανατολική Μεσόγειο.
Η ύπαρξη πορφυρών ενδυμάτων ήδη από τη Μινωική και Μυκηναϊκή περίοδο αποδεικνύει ότι η χρήση τέτοιων βαφών είχε συμβολικό και πιθανόν θρησκευτικό ή βασιλικό χαρακτήρα για αιώνες πριν την εποχή του Αλεξάνδρου και του Φιλίππου Β΄. Έτσι, η αναφορά στην πορφύρα ως μοναδικό στοιχείο της ταφικής τελετουργίας των Μακεδόνων, όπως στη θεωρία του Μπαρτσιώκα, παρουσιάζει προβλήματα, καθώς η πορφύρα ήταν διαδεδομένη στο Αιγαίο και χρησιμοποιούνταν από τους Αιγαιοπελαγίτες ήδη από την Εποχή του Χαλκού.
Η πορφύρα είναι χρωστική ουσία που παράγεται με την επεξεργασία του οστράκου Murex bolinus brandaris
Ο χουντίτης είναι ένα ανθρακικό ορυκτό με χημικό τύπο CaMg3(CO3)4 και μέση σύσταση CaO:15,88%, MgO: 34,25%, CO2: 49,87%.Ο χουντίτης παρουσιάζει υψηλή αντοχή στις υψηλές θερμοκρασίας και υψηλή μηχανική αντοχή και χαρακτηρίζεται από μεγάλη λευκότητα.